ἐναντιώσεως

ἐναντιώσεως
ἐναντιώσεω̆ς , ἐναντίωσις
opposition
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εναντίωση — η (AM ἐναντίωσις) αντίθεση, αντίσταση, διαφορά, αντίπραξη, ένσταση, διαφωνία νεοελλ. 1. (νομ.) «δικαίωμα εναντιώσεως» το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου να προκαλεί τη ματαίωση τής πραγματοποιήσεως ενός έννομου αποτελέσματος 2. ιατρ. «θεραπεία κατ… …   Dictionary of Greek

  • μεσότητα — η (ΑM μεσότης) [μέσος] 1. η ιδιότητα τού μέσου, το να βρίσκεται κάτι στο μέσο άλλων δύο, η μεσαία ή κεντρική θέση, το κέντρο («χώρας τε καὶ ἄστεος μεσότητας», Πλάτ.) 2. μαθημ. ο μέσος όρος μιας αναλογίας («τὰ δὲ στερεὰ μία μὲν οὐδέποτε, δύο δὲ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”